Βρέθηκε το λήμμα
πούλ'

Ετυμολογία: τουρκ. pul

  1. Επαναλαμβανόμενο (πούλ' πούλ' πούλ') είναι κλήση της νοικοκυράς για να συγκεντρώσει τις πουλάδες από την αυλή (για φαγητό ή για να τις βάλει στο κοτέτσι)

  2. Γραμματόσημο, χαρτόσημο