Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. pul
Επαναλαμβανόμενο (πούλ' πούλ' πούλ') είναι κλήση της νοικοκυράς για να συγκεντρώσει τις πουλάδες από την αυλή (για φαγητό ή για να τις βάλει στο κοτέτσι)
Γραμματόσημο, χαρτόσημο