Βρέθηκε το λήμμα
πουβγάζου
  1. Ξεπλένω (ρούχα)

  2. Αφανίζω, καταπονώ, ξεκάνω

  3. Δέρνω πολύ

    • -Τουν πούβγαλι στου ξύλου

    • -Γ'ναίκα να σ' πιτύχ'! Ούλ' κ' μέρα σκουτουκουμό τσι γρίνα. Τουν πούβγαλι τουν άθρωπου, τσι λιέτι τσ' αγκρίζ' μες τα σουκάτσια!