Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. πορεύομαι, αρχ. πορεύω (= προμηθεύω, παρέχω)
Κάνω και χωρίς αυτό, δεν με νοιάζει