Βρέθηκε το λήμμα
πουρεύγουμι

Ετυμολογία: μσν. πορεύομαι, αρχ. πορεύω (= προμηθεύω, παρέχω)

  • Κάνω και χωρίς αυτό, δεν με νοιάζει

    • -Άι πουρεύγουμι τσι που δε τόχου!

    • -Πουρεύγουμι αμά ε σι δω!.