Βρέθηκε το λήμμα
νταλγκάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. dalga

  1. Μεγάλη επιθυμία, πόθος, μεράκι

  2. Ποσότητα θαλασσινού νερού που πίνεται ακούσια από κολυμβητή

  3. Κύμα