Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. dalmak = βουτώ
Αυτός που τα έχει χαμένα, δεν ξέρει τι λέει και τι κάνει