Βρέθηκε το λήμμα
νταλντίζου

Ετυμολογία: τουρκ. daldim < dalmak = εισέρχομαι

  1. Βουτώ, καταδύομαι

  2. μτφ. ρίχνομαι με τα μούτρα, με όλες τις δυνάμεις μου

    • -Α νταλντίγς τσ' άμα του πιτίχ'ς του πέτιχις
  3. Τα χάνω, δεν θυμάμαι

    • -Ντάλντσι του μυαλό μ' = σκοτίστηκε το μυαλό μου, τα έχασα