Βρέθηκε το λήμμα
νταναγκίζου
  • Παρατηρώ, προστατεύω κάτι, βάζω πλάτη ή ώμο να μην πέσει κάτι.

    • -ντανάκ'στουν = κοίταξέ τον(π.χ. να δεις αν έρχεται)