Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: ελλ. & τουρκ.
Πρόχειρο αγροτικό κτίσμα, αγροτική καλύβα, αποθήκη, στάβλος