Ετυμολογία: από το θέμα του αορ. του ρ. νιώθω και νιώνω (= καταλαβαίνω). Ένιωσα > νιώσμα
shareΑίνιγμα
Ξέρω, καταλαβαίνω
Ετυμολογία: όνομα - ονόματα > νουμάκ'
share(μόνο στον πληθ)=τα άτομα
Ο νους
Ετυμολογία: τουρκ. tevatür = διάδοση μιας είδησης από στόμα σε στόμα
shareΤαβατούρι
Ετυμολογία: τουρκ. davul
shareΜεγάλο τύμπανο
μτφ. πρησμένος
Έκφραση αδιαφορίας, αναγκαστικής αποδοχής
Ζωηρός, δυναμωμένος, καλοθρεμμένος, σεξουαλικά ερεθισμένος βλ. και λ. «νταβραγκίζου»
Ετυμολογία: τουρκ. davrandı, αόρ. του davranmak = συμπεριφέρομαι, ενεργώ
shareΞεκινώ να πάω κάπου με τα πόδια
Παίρνω τα πάνω, ζωηρεύω, δυναμώνω, είμαι γεμάτος ζωντάνια και κυρίως από σεξουαλικό οργασμό
Ετυμολογία: τουρκ. dayak =μικρός στύλος
shareΣτήριγμα, αποκούμπι
Ξύλο (βέργα) που έμπαινε ως στήριγμα στη μία πλευρά του φορτίου του ζώου, μέχρι να φορτωθεί και η άλλη πλευρά
Ετυμολογία: τουρκ. dayanmak = στηρίζομαι, βασίζομαι
shareΠροκαταβολή ως ενίσχυση σε συνεταιρισμό ατόμων (π.χ. ο ένας βάζει το χωράφι και ο άλλος τη δουλειά. Ο πρώτος βοηθά τον δεύτερο προσωρινά και γίνεται ο συμψηφισμός στο τέλος)
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΕπιφώνημα αγανάκτησης, φτάνει, δεν αντέχω άλλο
Ετυμολογία: τουρκ. dayandı, αόρ του ρ. dayanmak
shareΣτηρίζομαι, βαστώ, αντέχω
Η άσχημη μυρωδιά και γεύση κυρίως των ελιών, του βουτύρου, του λαδιού και άλλων λιπαρών ουσιών.
Ετυμολογία: τουρκ. doğlı = ορεσίβιος ¸ dağ = βουνό
shareΨηλός, ογκώδης και συχνά άγριος άνδρας
Για αυτό
Γιατί, για πιο λόγο
Ετυμολογία: ταϊφάς (= στράτευμα ατάκτων, εργατιά ενός κτηματία, τουρκ. taıfe = οικογένεια, φυλή, σωματείο
shareΟμάδες εργασίας στα χωράφια