Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. damarcı από το damar = φλέβα πετρώματος ή μετάλλου
Αυτός που εκμεταλλεύεται ένα «νταμάρι»