Βρέθηκε το λήμμα
νταμαρτζής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. damarcı από το damar = φλέβα πετρώματος ή μετάλλου

  • Αυτός που εκμεταλλεύεται ένα «νταμάρι»