Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: ιταλ.
Τσιμπίδα, εργαλείο για ξεκάρφωμα, βγάλσιμο δοντιών κ.τ.λ.