Βρέθηκε το λήμμα
νταρμανταγάν'

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Σκόρπισμα, διάλυση, άνω κάτω

    • -Έπιασι μια βρουχή τσ' ούλα γίνκασ' νταρμανταγάν'

    • -Πήρασ' νταρμανταγάν' = σκόρπισαν