Βρέθηκε το λήμμα
νταμγκάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Είδος λεκέ (στο ξύλο οι ρόζοι, στα φρούτα και λαχανικά κάποιο σημάδι ή στο ανθρώπινο σώμα ένα σπυρί)