Βρέθηκε το λήμμα
νταμλαλίκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. damla = σταγόνα, «εκεί που στάζει»

  • Χώρος (απόσταση) μεταξύ δυο σπιτιών, φάρδους 1 μέτρο περίπου για να τρέχουν τα νερά της βροχής