λ'βάδια (τα)
  • Λιβάδια

λ'βάν (του)
  • Το λιβάνι

λ'γαριά (η) Βλέπε:
λ'μάρς Βλέπε:
λ'μπίζουμι
  1. Επιθυμώ να φάω κάτι (που βλέπω)

  2. ποθώ ερωτικά

    • -Τούτους λ'μπίστσι κη μ'κρούδα
λ'πούμι
  • Τσιγκουνεύομαι

    • -Μη λ'πάσι μπε τ'ς παράδις, ε α τ'ς πάρ'ς στου τάφου σ'!
λ'σιάζου
  • Λυσσάζω

    • -Τα κ'τάβια λ'σσάξας πάλι
λ'τουργιά (η)
  • Η θεία ευχαριστία, η λειτουργία.

λαβουμάνου (του)

Ετυμολογία: ιταλ. lavamano

  • Η λεκάνη που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των χεριών και του προσώπου και γενικότερα το έπιπλο που φέρει νιπτήρα

Επίσης:
λάβρα (η)
  • Μεγάλη ζέστη

    • -Φουκιά τσι λάβρα είνι σήμιρα!
λαγάρα (η)

Ετυμολογία: αρχ. λαγαρός = λεπτός, ευκίνητος

  • Λεπτό κομμένο δέρμα, που το χρησιμοποιούν σαν κορδόνι παπουτσιών και όχι μόνο

λαγδαριάζου
  • Τρώω με βουλιμία, κατασπαράζω

    • -Για πότι τουν λαγδαριάσαν του λαγό, ε λέγιτι!
λαγιάζου
  • Λουπάζω, κρύβομαι

λαγινόμπρικου
  • Πήλινο δοχείο με δύο στόμια για χρήση λαδιού (λαδ'κό).

λαγκαδούρ' (του)
  1. υποκορ. της λ. «λαγκάδι»

  2. μτφ. πλάγιος τρόπος για να πετύχεις κάτι

    • -Μη τουν βλέπ'ς έιτικια του Γιώργ'. Ξέρ' πουλλά λαγκαδούρια!
λαγκάν-ντουσιμέ

Ετυμολογία: τουρκ. το δεύτερο συνθετικό döşeme = δάπεδο

  • Αποχέτευση «ντυμένη» με πέτρες

λαγκόν' (του)
  • Το πλευρό του ανθρώπινου σώματος στο ύψος της λεκάνης

    • -Τ' δώτσι μια μέσ' του λαγκόν' τσι ξιράστσι
λαγκράνα (η)
  • Απαξιωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου

λαγόνιθρα ή λαγόρνιθα
  • Μορχέλα η φαγώσιμη (είδος μανιταριού, που φυτρώνει με τα πρωτοβρόχια)

λαγόρχια
  • βλ. λ. «λαγόνιθρα»

λαγουμάνους (ι) Βλέπε:
λαγουτσ'μούμι
  • Λαγοκοιμάμαι, κοιμάμαι ελαφρά (σαν λαγός)

λάδ' τρω τσι ξύδ' αλείβγιτι
  • Δεν του λείπει τίποτα, κάνει καλή ζωή.

λαδ'κό (του)
  • Λαδικό = Μικρό δοχείο για επιτραπέζια χρήση και φύλαξη μικρής ποσότητας λαδιού.

Επίσης:
λαδακόν' (του)
  • Πέτρα σκληρή, γυαλιστερή και μαύρη, πάνω στην οποία ακόνιζαν τα εργαλεία. Έριχναν λίγο λάδι πάνω στην ακόνη κατά τη χρήση της, εξού και το όνομά της

λαδέλ' (του)
  • υποκορ.της λ. «λάδι»

    • -Λίγου λίγου του λαδέλ' τσ' είνι ι χρόνους σα π'γαδέλ'
λαδουφάναρου (του)
  • Φανάρι που λειτουργούσε με λάδι αντί με πετρέλαιο

λαζαρέλια (τα)
  • Ειδικά ψωμάκια, από σταρένιο αλεύρι, με σταφίδες ως διακόσμιση, που τα έφτιαχναν το Σάββατο του Λαζάρου και τα έδιναν στα μικρά παιδιά

Επίσης:
λάζου

Ετυμολογία: κατά μία εκδοχή από τον αόρ. έλασα του ελαύνω (= διώκω, ιππεύω, θέτω σε κίνηση

  • Βατεύω, γκαστρώνω (στο χώρο του ζώου μόνο)

λάζουμι
  • Στο χώρο του ζώου μόνο: Συμπεριφέρομαι σαν να είμαι έτοιμο για ζευγάρωμα (ανησυχία, βέλασμα κ.τ.λ.)

    • -Η κατσίκα λάζιτι

    • - Η κατσίκα λάστσι ψες

    • -Να λαζόντι αναμιταξύ ντουν α ντα πρόβατα, να τσ' βλέπουμι τσι μεις τσ' αγάλια - αγάλια α τα βγάλουμι τσι μεις στου μιγ'ντάν'… (η φράση αποδίδεται σε παρατηρητή των λουομένων της παραλίας Ερεσού).
λαθ'κό (του) Βλέπε:
λαθούρ' (του)
  • Το φυτό «λάθυρος ο ήμερος», η φάβα

λακδέλ' (του)
  • υποκορ.της λ. «λάκκους»

λακιρντί (του)

Ετυμολογία: τουρκ. lâkırdı

  • Φλύαρη συζήτηση, κουβέντα σε μάκρος, φλυαρία

    • -Βρόντουμ' μια ώρα κη ξώπουρτα, μ'σεις έχ'τι φαίνιτι λακιρντί. Ντα λέτι;

    • -Έπιασι του λακιρντί τσ' άιντι να τουν σταμακίις!

    • -Πουλύ στου λακιρντί του ρίξατι
λαλάτσ'ς (ι)

Ετυμολογία: παραφθορά της τουρκ. λ. salak = χαζός

  • Σαστισμένος, χαζός, αλαφρόμυαλος

    • -Ε Γιώργ', λαλάτσ', ντάνι έιτουτα που κάθισι τσι μ' φουνάζ'ς; Πρόσιξι καλά ντα θα μ' πεις γιακί εν είμι λαλάτσ'ς
λαλές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. lale = τουλίπα

  • Ανεμώνη

    • -Οι λαλέδις είνι παλαβουμός! = πολύ όμορφοι, εντυπωσιακοί
λαλιχοί (οι)
  1. Οι πελαργοί, τα λελέκια

  2. μτφ. για ξένους

λαλώ
  1. Βγάζω φωνή, μιλάω, λέω

  2. Καλώ

    • -Λάλ'σι τ'ς κότις να τ'ς ταΐσουμι
  3. Προχωρώ, ξεκινώ, βιάζομαι

    • -Άι λαλούτι, ντα τ'ς θέλιτι τ'ς ανακρίσεις;

    • -Λαλούτι να πάμι γλήγουρα
λαμνί =
  • Συγκέντρωση των αλωνισμένων σταχυών σε μια μακροσκελή στοίβα, μέσα στο αλώνι.

λαμπόγυαλου (του)
  • Το γυαλί της λάμπας πετρελαίου

λαμπούδα (η)
  • Η μικρή λάμπα πετρελαίου

λαμπουθήτσ' (η)
  • Ξύλινη βάση σε σχήμα Τ, για να τοποθετούν πάνω τη λάμπα πετρελαίου. Τη βάση την στερέωναν στον τοίχο.

λαμπούκ' (του)
  • Εργαλείο του τσαγκάρη με το οποίο λίμαρε τα τακούνια

λάπαρου (του)
  • Το κρέας της κοιλιακής χώρας (αρχ. λαπαρός = χαλαρός, μαλακός)

λάργκας (ι)
  • Λαρύγγι

    • -Τσείνους θαρρείς πως τουν είχις στου παχνί διμένου. Αρπά μια χούφτα σύκα τσι τα ρίχν' στου λάργκα τ'
λασ'κά (τα)
  • Η αμοιβή του ιδιοκτήτη του επιβήτορα (βλ. και λ. «λάζου»)

λασιό (του)
  • Οίστρος ζώου, αχαλίνωτη επιθυμία για ζευγάρωμα, βλ. και λ. «λάζου, λάζουμι»

λασπαζτζής (ι)
  • Ο εργάτης που κουβαλούσε με καροτσάκι την έτοιμη λάσπη

λασπούδα (η)
  • Χαϊδευτικό της λ. «λάσπη»

    • -Ε!!! δασκαλέλ'! Έπισις τσι συ μεσ' κη λασπούδα!
λατζαρέλια (τα) Βλέπε: