Ετυμολογία: ιταλ. lavamano
shareΗ λεκάνη που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των χεριών και του προσώπου και γενικότερα το έπιπλο που φέρει νιπτήρα
Ετυμολογία: αρχ. λαγαρός = λεπτός, ευκίνητος
shareΛεπτό κομμένο δέρμα, που το χρησιμοποιούν σαν κορδόνι παπουτσιών και όχι μόνο
υποκορ. της λ. «λαγκάδι»
μτφ. πλάγιος τρόπος για να πετύχεις κάτι
Ετυμολογία: τουρκ. το δεύτερο συνθετικό döşeme = δάπεδο
shareΑποχέτευση «ντυμένη» με πέτρες
Το πλευρό του ανθρώπινου σώματος στο ύψος της λεκάνης
Πέτρα σκληρή, γυαλιστερή και μαύρη, πάνω στην οποία ακόνιζαν τα εργαλεία. Έριχναν λίγο λάδι πάνω στην ακόνη κατά τη χρήση της, εξού και το όνομά της
Ειδικά ψωμάκια, από σταρένιο αλεύρι, με σταφίδες ως διακόσμιση, που τα έφτιαχναν το Σάββατο του Λαζάρου και τα έδιναν στα μικρά παιδιά
Ετυμολογία: κατά μία εκδοχή από τον αόρ. έλασα του ελαύνω (= διώκω, ιππεύω, θέτω σε κίνηση
shareΒατεύω, γκαστρώνω (στο χώρο του ζώου μόνο)
Στο χώρο του ζώου μόνο: Συμπεριφέρομαι σαν να είμαι έτοιμο για ζευγάρωμα (ανησυχία, βέλασμα κ.τ.λ.)
Ετυμολογία: τουρκ. lâkırdı
shareΦλύαρη συζήτηση, κουβέντα σε μάκρος, φλυαρία
Ετυμολογία: παραφθορά της τουρκ. λ. salak = χαζός
shareΣαστισμένος, χαζός, αλαφρόμυαλος
Ετυμολογία: τουρκ. lale = τουλίπα
shareΑνεμώνη
Βγάζω φωνή, μιλάω, λέω
Καλώ
Προχωρώ, ξεκινώ, βιάζομαι
Ξύλινη βάση σε σχήμα Τ, για να τοποθετούν πάνω τη λάμπα πετρελαίου. Τη βάση την στερέωναν στον τοίχο.
Λαρύγγι