Βρέθηκε το λήμμα
λαγάρα (η)

Ετυμολογία: αρχ. λαγαρός = λεπτός, ευκίνητος

  • Λεπτό κομμένο δέρμα, που το χρησιμοποιούν σαν κορδόνι παπουτσιών και όχι μόνο