Ελάτε
Αλαφιάζω (τρέχω σαν το ελάφι και γι' αυτό μου κόβεται η ανάσα)
Είδος φαγώσιμου, γλυκόπικρου και με βαριά μυρουδιά χόρτου (σαν τη γρούβα). Το έτρωγαν πολύ κατά τη Γερμανική κατοχή από έλλειψη άλλης τροφής.
Λέω, υποθέτω
Έλλειμμα σε πράγματα αλλά και στο ανθρώπινο μυαλό
Ετυμολογία: τουρκ. leş = πτώμα ζώου, το ψοφίμι, για κάτι που μυρίζει πολύ άσχημα
shareΠτώμα ζώου σε αποσύνθεση
μτφ. ο αδύνατος άνθρωπος
Ετυμολογία: αρχ. αλάομαι = περιπλανώμαι
shareΤριγυρνάω, περιφέρομαι άσκοπα
Χαρακτηρισμός κάποιου που ντύνεται χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα και στολίζεται παραπάνω από ό,τι επιβάλλουν τα ήθη και οι συνθήκες
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΟ πελαργός
μτφ. Χαζός, κουτός άνθρωπος
Ετυμολογία: τουρκ. lımontozu
shareΚιτρικό οξύ που διαλυμένο στο νερό αντικαθιστά το λεμόνι
Φαγητό της φτωχολογιάς, ελιά και σκόρδο (να διψούν και να πίνουν νερό ώστε να ξεχνούν το αίσθημα της πείνας)
μτφ. όταν βρίσκει κανείς δυσκολίες σε κάτι που κάνει
Μείγμα σαν γόμα για το σφράγισμα ραγισμάτων σε πύλινα δοχεία (υλικά: ασπράδι αυγού, ασβέστης, τρίχα κατσίκας)