λάτι (προστακτικό)
  • Ελάτε

    • -Ω χουριανοί μ', λάτι κουντά μ' τσ' έχου σήμιρα πουλλά να σας πω, για έιτουτου του χουριό, του παλιό, π' του λέν' Ουρσό
λατίν' (του)

Ετυμολογία: μσν. λατίνιον

  • Τρίγωνο πανί πλοίου

λατσώνα (η)
  • Ο δόλιος άνθρωπος

λαφιάζου
  • Αλαφιάζω (τρέχω σαν το ελάφι και γι' αυτό μου κόβεται η ανάσα)

    • -Λάφιασα να τρέχου για να σι προυκάνου.
λαφιάκ'ς (ι)

Ετυμολογία: αρχ. λάπτω (= ρουφώ άπληστα)

  • Φίδι χωρίς δηλητήριο, η δενδρογαλιά

λαφράδα (η)
  • Η χαζομάρα, η λίγη τρέλα

λαφρουφάνταχτου (του)
  • Για κάτι όμορφο, με την έννοια του ανάλαφρου, απλού και κομψού

λαχιασμένους (ι)
  • Ο λαχανιασμένος

λαχόψ' (του)
  • Πρόβατο με μουσούδα χρώματος κεραμιδί

λαψάνις (οι)
  • Είδος φαγώσιμου, γλυκόπικρου και με βαριά μυρουδιά χόρτου (σαν τη γρούβα). Το έτρωγαν πολύ κατά τη Γερμανική κατοχή από έλλειψη άλλης τροφής.

λβι
  • Αναγνωριστική χαραγή στο αυτί του προβάτου (σαν Λ ή Β κεφαλαίο, από όπου και το όνομα)

λέγου
  • Λέω, υποθέτω

    • -Λέγου μι του νου μ'= υποθέτω

    • -Του λέγ' ε του λέγ' = λέγεται κατά το ζύγισμα και σημαίνει ότι αυτό που ζυγίζουμε είναι περίπου όσο θέλουμε

    • -Λέου πατ = τα φτύνω, «κλατάρω» από κούραση (Απ' του προυί ντέλουμι, να μαγειρέψου, να ξισάσου τα μουρά, να πάου στου χουράφ', σκη μάνα μ'… άντι να δούμι πότι α πω πατ).
λείπου
  • Λείπω

    • -Λείψι απ' του τσιφάλι μ' = παράτα με
λειψάδα (η)
  • Έλλειμμα σε πράγματα αλλά και στο ανθρώπινο μυαλό

    • -Τούτους γι άθρουπους φαίνιτι πως έχ' μια λειψάδα!
Λεν' (η) ή (του)
  • Ελένη

Λενκιέλ'
  • υποκορ. της λ. «Λένκου»

Λένκου (η)
  • Ελένη

λέσ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. leş = πτώμα ζώου, το ψοφίμι, για κάτι που μυρίζει πολύ άσχημα

  1. Πτώμα ζώου σε αποσύνθεση

  2. μτφ. ο αδύνατος άνθρωπος

λευκομανίτις (οι)
  • Μανιτάρια που φυτρώνουν κάτω από λεύκες

λεύκους (ι)
  • Η λεύκα (δένδρο)

λεύτιρις (οι)
  • Τα ανύπαντρα κορίτσια

λιά - πουρτουλιά (η)
  • Παιδικό παιχνίδι

λιά (η)
  • Η ελιά

λιέμι

Ετυμολογία: αρχ. αλάομαι = περιπλανώμαι

  • Τριγυρνάω, περιφέρομαι άσκοπα

    • -Πού να λιέτι ούλου έφτου του μουρουθήτσ';

    • -Ήβγινι όξου μες στου πιρβόλ' τσι λιόντου τσ' έφκιανι, λουγιώ - λουγιώ δ'λειές

    • -Πού λιόσαν τσι κόσιβγις ούλ' κ' μέρα μπρε άθρουπι; Έφαγα του κόσμου να σι γυρεύγου!
Επίσης:
λιζγάρ' (του)
  • Γεωργικό εργαλείο

λικουρίνους (ι)
  • Χαρακτηρισμός κάποιου που ντύνεται χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα και στολίζεται παραπάνω από ό,τι επιβάλλουν τα ήθη και οι συνθήκες

λικούτσκου (του) Βλέπε:
λιλέτσ' (του) ή λέλικας (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Ο πελαργός

  2. μτφ. Χαζός, κουτός άνθρωπος

    • -Ε Γιώργ', λαλάτσ', ντάνι έιτουτα που κάθισι τσι μας φουνάζ'ς; Πρόσιξι καλά ντα θα μας πεις γιακί εν είμαστι λιλέτσια
λιμά (τα) Βλέπε:
λιμάρου

Ετυμολογία: ιταλ. limare < lima = λίμα

  • μτφ. φλυαρώ

λιμό (του)
  • Μικρό χαρτί της τράπουλας που δεν μετράει στα διάφορα παιχνίδια (2,3,4,5,6,7,8,9)

λιμόντουζου

Ετυμολογία: τουρκ. lımontozu

  • Κιτρικό οξύ που διαλυμένο στο νερό αντικαθιστά το λεμόνι

λιμός (ι)
  • Λαιμός

    • -Κάτσι καλά Γιάνν' τσι γι φουνή σ' εν είνι για αψ'λά, θα χαλάσ'ς του λιμό σ'

    • -Κριώσα τσι πουνούν τα λιμά μ'
Επίσης:
λιμουδέκ'ς (ι)
  • Λαιμοδέτης, γραβάτα

λιμπαντές (ι)
  • Είδος εφαρμοστού γυναικείου βελούδινου σακακιού με κεντήματα ή ανδρικό σακάκι

λιμπλιμπίδια (τα)
  • βλ. λ. «τζιμπλουμπίδια»

λιμπούτ' (του) Βλέπε:
λιόζ'μου (του)
  • Βρόμικο νερό από την επεξεργασία της ελιάς

λιόκαμα (του)
  • Το κάμα του ήλιου, η αφόρητη ζέστη

λιόμ'λους (ι)
  • Μύλος που αλέθει ελιές

λιόπανα (τα)
  • Πανιά που χρησιμοποιούνται για τη συλλογή των ελιών

λιόσκουρδου (του)
  1. Φαγητό της φτωχολογιάς, ελιά και σκόρδο (να διψούν και να πίνουν νερό ώστε να ξεχνούν το αίσθημα της πείνας)

  2. μτφ. όταν βρίσκει κανείς δυσκολίες σε κάτι που κάνει

    • -Λιόσκουρδα τα ήβρι (ή σπανά τα ήβρι)
λιούδα (η)
  • Μικρή ελιά

λιουζούμ' (του)
  • Ζουμί λαδιού

λιουκιούγκ (του)
  • Μείγμα σαν γόμα για το σφράγισμα ραγισμάτων σε πύλινα δοχεία (υλικά: ασπράδι αυγού, ασβέστης, τρίχα κατσίκας)

λιουκούτσκου (του)
  • Κουκούτσι ελιάς

Επίσης:
λιουσκούν' (η)

Ετυμολογία: μσν. φλησκούνιν, υποκορ. του αρχ. βλήχων - γλήχων

  • Το φλισκούνι, βότανο με αρωματικές ιδιότητες και τονωτικές

Επίσης:
λιουτρίβ' (του)
  • Το ελαιοτριβείο

λιόφ'λου (του)
  • Το φύλλο της ελιάς

λισγάρ (του)
  • Γεωργικό εργαλείο για σκάψιμο