Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Πέτρα σκληρή, γυαλιστερή και μαύρη, πάνω στην οποία ακόνιζαν τα εργαλεία. Έριχναν λίγο λάδι πάνω στην ακόνη κατά τη χρήση της, εξού και το όνομά της