λισκούν' Βλέπε:
λίτρα (η)
  • Πέτρα μικρή στρογγυλή, γλειμμένη απ' το κύμα της θάλασσας ή από το ρέμα του ποταμού, που την τοποθετούσαν πάνω στο τυρί (φέτα) μέσα στα πήλινα δοχεία για να καλύπτεται η φέτα από την άρμη.

λιτράδ' (του)
  • Βότσαλο

λιφτιράτου (του)
  • Το γλέντι των κοριτσιών πριν από το γάμο της νύφης

λιφτιριά (η)
  • Η ανύπαντρη κόρη

λιφτουκάργια (τα)
  • Φουντούκια (λεπτοκαρυά ή λεφτοκαρυά=φουντουκιά)

    • -Βγάλι πανέργια κάστανα, πανέργια λιφτουκάργια,

    • βγάλι τσι του γλυκό κρασί,

    • να πιούν τα παλικάρια (δίστιχο από πρωτοχρονιάτικα κάλαντα)
λιφτουκούτσια (τα)
  • Βρεγμένα κουκιά. Τα τρώνε την Καθαρή Δευτέρα

λίχνους (ι)
  • Είδος ψαριού. Χώνεται στην άμμο, κουνάει την κεραία ενώ έχει το στόμα ανοιχτό για να αρπάξει την τροφή. Οι ψαράδες του δίνουν τσιγάρο και καπνίζει. Μαγειρεύεται βραστό.

λιχούδ' (του)
  • Βυζανιάρικο, Βρέφος λίγων ημερών (η μητέρα του είναι ακόμα λιχούσα δηλ. λεχώνα)

λιχουδέλ' (του)
  • υποκορ.της λ. «λιχούδ'»

λιχούσα (η)
  • Η λεχώνα

λιχρίκ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Λεχρίτης = αλήτης, λέτσος

λιώμι Βλέπε:
λιώνας (ι)
  • Ελαιώνας

λόγια (τα)
  • Με τη σημασία της διχόνοιας ή της συκοφαντίας

    • -Ήρθαν στα λόγια = λογόφεραν

    • -Έβαλι λόγια = συκοφάντησε
λογοπράγ'
  • Έντονη ή μακρά συζήτηση

    • -Αρχινίσασ' του λογοπράγ' τσ' ε - ν - είχας τιλιουμό
λόγους (ι)
  • Ο λόγος

    • -Δώσαν λόγου= έδωσαν υπόσχεση γάμου

    • -Τ'λόγ'ς πού μπουλουγύρζις; = Εσύ που ήσουν; (του λόγου σου)
λόγους να γίνιτι
  • Λέμε κάτι απλώς για να το πούμε

λόλα (η)
  • Παλαβός

    • -Άι μη τουν σ'νουρίζισι, μια λόλα είνι!
λόμπγις (οι)

Ετυμολογία: αρχ. λοβός (= μακρόστενο περίβλημα μέσα στο οποίο αναπτύσσονται οι σπόροι των οσπρίων)

  • Τα ξερά φασόλια

λόπα - λόπα
  • βλ. «λώπα-λώπα»

λότινα
  1. Παλιά, προυτ'νά

  2. Γυναίκα αφηρημένη

  3. Εντελώς, ολωσδιόλου

    • -Λότινα είσι = είσαι αφηρημένη

    • -Του δίν λότινα = το δίνει όλο
λοτσόνα (ι)
  • Μπαγαπόντης

λούβα (η)
  1. Η λέπρα

  2. μτφ. ζημιά, καταστροφή

    • -Έπισι λούβα στα καπνά = καταστράφηκε η παραγωγή
λουβιάζου
  1. Προσβάλλομαι ή πάσχω από λούβα (λέπρα)

  2. Καταπέφτω (όπως ο λεπρός), είμαι ράκος, έχω τα χάλια μου (από κούραση, κρύο, ξύλο, φτώχια, αρρώστια)

    • -Τι χ'μώνας ήντου έιτουτους, λουβιάσαμι απ' του κρύου!
  3. μτφ. δέρνω κάποιον άσχημα, τσακίζω στο ξύλο

    • -Ντα μαζί μπε εν είμαστι τσ' άλλις που κόντιψι α μας λουβιάσ' έιδου χάμ';

    • -Α σι λουβιάσου κατσπουδιάρκου, άμα σι πιάσου
λουβιάρ'ς (ι)
  1. Ο άρρωστος από λώβα, ο λεπρός

  2. Ύβρις (κακομοίρης, λουβοκομμένος, αποκρουστικός)

    • -Πού κουπρουσ'λιά'ζς μπρε λουβιάρ';
λουγέλια (τα)
  • Λογάκια

λουγιάζου
  1. Βλέπω, κοιτάζω

    • -Λόγιαζι κι δ'λειά σ' = Κοίτα τη δουλειά σου

    • -Α μπρε, λόγιαζι κι δ'λειά σ' τσ' άσι μι ήσυχ' τσι στου ντέρκι μ'
  2. Περιποιούμαι κάποιο γέρο ή άρρωστο

    • -Λόγιαζα κ' αδιρφή μ' ίσιαμι τα τιλιφταία τ'ς
λουγιτσιά (η)
  • Λογική γυναίκα

    • -Είνι πουλύ λουγιτσιά γ'ναίκα
λουγιώ - λουγιώ
  • Ειδών - ειδών, διάφορα πράγματα

    • -Ήβγι όξου μες στου πιρβόλ' τσι λιόντου τσι έφκιανι, λουγιώ - λουγιώ σκατουδ'λειές

    • -Όκ'λουγιώ = Ό,τι νάναι
λούκ' (του) Βλέπε:
λουκ'μέλ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. lokum

  • υποκορ.της λ. «λουκούμι»

λουλός (ι)
  • Ο τρελός

λουλούδ' (του)
  • Η Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως που ο παπάς μοιράζει στους πιστούς λουλούδια στην εκκλησία.

λουμπούτ (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Χοντρό στειλιάρι

  2. μτφ. γερός ξυλοδαρμός

    • -Έφαγι λουμπούτ μι κι' ουκά!
Επίσης:
λούνου
  • Λούζω

λουντουρίζου
  • Σκορπώ νερό, ραντίζω, καταβρέχω

    • -Λουντούρσι ούλου του κόσμου = σκόρπισε νερό παντού
λουπάζου
  • Ζαρώνω, σωπαίνω, κρύβομαι πίσω από κάτι για να μη δώσω σημεία της παρουσιάς μου (λωφάω = σταματώ κάθε αντίσταση)

    • -Μόλις άκ'σαν του μπαμ λουπάξασ' α λαγοί.

    • -Τουν είδα που λούπαξι μια μπαριά, τσ' ύστιρα χάθ'τσι απ' τα μάκια μ'
λουπασμένους (ι)
  • Μαζεμένος, ήσυχος και αμίλητος

    • -Ήρθι τσι ι γέρους μ' έφτου που κάθουμ λουπασμένους, τσι μι πίρι
λουρί (του)
  • μτφ. ταλαιπωρία στη φράση:

    • -Έσυρι λουρί = ταλαιπωρήθηκε, πέρασε δύσκολες ώρες
λούρους (ι)
  • Λώρος

λουσέρνα (η)
  • Το λυχνάρι

λουσού (η)
  • Η γυναίκα που τις αρέσουν τα λούσα

λούτι (προστακτικό)
  • Ελάτε

    • -Ω χουριανοί μ', λούτι κουντά μ' τσ' έχου σήμιρα πουλλά να σας πω. Για έιτουτου του χουριό του παλιό, π' του λέν' Ουρσό.
λόχ' (η)
  1. Η ψηλή φλόγα

  2. Η μεγάλη ζέστη

    • -Πού λιέσι μεσ' κη λόχ'; = Πού γυρίζεις μέσα στη μεγάλη ζέστη;
λύθους (ι)

Ετυμολογία: αρχ. όλυνθος

  • Άγουρο σύκο

λώπα -λώπα
  • Κρυφά και βήμα προς βήμα συγχρόνως, σιγά-σιγά για να μην μας αντιληφθούν