Πέτρα μικρή στρογγυλή, γλειμμένη απ' το κύμα της θάλασσας ή από το ρέμα του ποταμού, που την τοποθετούσαν πάνω στο τυρί (φέτα) μέσα στα πήλινα δοχεία για να καλύπτεται η φέτα από την άρμη.
Φουντούκια (λεπτοκαρυά ή λεφτοκαρυά=φουντουκιά)
Είδος ψαριού. Χώνεται στην άμμο, κουνάει την κεραία ενώ έχει το στόμα ανοιχτό για να αρπάξει την τροφή. Οι ψαράδες του δίνουν τσιγάρο και καπνίζει. Μαγειρεύεται βραστό.
Με τη σημασία της διχόνοιας ή της συκοφαντίας
Ο λόγος
Ετυμολογία: αρχ. λοβός (= μακρόστενο περίβλημα μέσα στο οποίο αναπτύσσονται οι σπόροι των οσπρίων)
shareΤα ξερά φασόλια
Παλιά, προυτ'νά
Γυναίκα αφηρημένη
Εντελώς, ολωσδιόλου
Προσβάλλομαι ή πάσχω από λούβα (λέπρα)
Καταπέφτω (όπως ο λεπρός), είμαι ράκος, έχω τα χάλια μου (από κούραση, κρύο, ξύλο, φτώχια, αρρώστια)
μτφ. δέρνω κάποιον άσχημα, τσακίζω στο ξύλο
Ο άρρωστος από λώβα, ο λεπρός
Ύβρις (κακομοίρης, λουβοκομμένος, αποκρουστικός)
Βλέπω, κοιτάζω
Περιποιούμαι κάποιο γέρο ή άρρωστο
Ειδών - ειδών, διάφορα πράγματα
Η Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως που ο παπάς μοιράζει στους πιστούς λουλούδια στην εκκλησία.
Σκορπώ νερό, ραντίζω, καταβρέχω
Ζαρώνω, σωπαίνω, κρύβομαι πίσω από κάτι για να μη δώσω σημεία της παρουσιάς μου (λωφάω = σταματώ κάθε αντίσταση)
Μαζεμένος, ήσυχος και αμίλητος
Ελάτε
Η ψηλή φλόγα
Η μεγάλη ζέστη