Βρέθηκε το λήμμα
λαγκαδούρ' (του)
  1. υποκορ. της λ. «λαγκάδι»

  2. μτφ. πλάγιος τρόπος για να πετύχεις κάτι

    • -Μη τουν βλέπ'ς έιτικια του Γιώργ'. Ξέρ' πουλλά λαγκαδούρια!