Βρέθηκε το λήμμα
λακιρντί (του)

Ετυμολογία: τουρκ. lâkırdı

  • Φλύαρη συζήτηση, κουβέντα σε μάκρος, φλυαρία

    • -Βρόντουμ' μια ώρα κη ξώπουρτα, μ'σεις έχ'τι φαίνιτι λακιρντί. Ντα λέτι;

    • -Έπιασι του λακιρντί τσ' άιντι να τουν σταμακίις!

    • -Πουλύ στου λακιρντί του ρίξατι