Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Οίστρος ζώου, αχαλίνωτη επιθυμία για ζευγάρωμα, βλ. και λ. «λάζου, λάζουμι»