Βρέθηκε το λήμμα
λαλές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. lale = τουλίπα

  • Ανεμώνη

    • -Οι λαλέδις είνι παλαβουμός! = πολύ όμορφοι, εντυπωσιακοί