Βρέθηκε το λήμμα
λαβουμάνου (του)

Ετυμολογία: ιταλ. lavamano

  • Η λεκάνη που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των χεριών και του προσώπου και γενικότερα το έπιπλο που φέρει νιπτήρα

Σχετικές λέξεις
λαγουμάνους (ι)