Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Λαδικό = Μικρό δοχείο για επιτραπέζια χρήση και φύλαξη μικρής ποσότητας λαδιού.