Βρέθηκε το λήμμα
λαδ'κό (του)
  • Λαδικό = Μικρό δοχείο για επιτραπέζια χρήση και φύλαξη μικρής ποσότητας λαδιού.

Σχετικές λέξεις
λαθ'κό (του)