Βρέθηκε το λήμμα
αργαλιά (η)
  • Λυγαριά (το φυτό άγνος, ο λύγος)

    • - Όπ' είχι αργαλιές, πήγηνι τσ' έκουβγι βιργιά
Σχετικές λέξεις
αλ'γαριά (η)
λ'γαριά (η)