Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: από το ρ. γλίχομαι (= επιθυμώ, ορέγομαι)
Ο λιχούδης, ο λιγούρης