Βρέθηκε το λήμμα
λάζου

Ετυμολογία: κατά μία εκδοχή από τον αόρ. έλασα του ελαύνω (= διώκω, ιππεύω, θέτω σε κίνηση

  • Βατεύω, γκαστρώνω (στο χώρο του ζώου μόνο)