Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: κατά μία εκδοχή από τον αόρ. έλασα του ελαύνω (= διώκω, ιππεύω, θέτω σε κίνηση
Βατεύω, γκαστρώνω (στο χώρο του ζώου μόνο)