κατουφλέλ' (του)
  • Μικρό κατώφλι

Κατουχουρίτις (οι)
  • Όσοι μένουν στο κάτω χωριό (Ενορία Παναγίας)

κατρακώνου
  1. Τσουγκρίζω γενικά. Ειδικά:

    • - Κατρακώσαμι τα τσιφάλια μας = χτύπησαν τα κεφάλια μας μεταξύ τους

    • - Κατρακώσαμι τ' αυγά μας σκ' Ανάστασ' = τσουγκρίσαμε τα αυγά μας
  2. Συναντώ τυχαία κάποιον

    • -Τουν κατράκουσα σκη Φόν'σσα!
Επίσης:
κατρακώνουμι
  • Συναντιέμαι τυχαία με κάποιον

    • -Κατρακώθκαμι σκη Φόν'σσα!
κατραπατσιά (η)
  • Το χαστούκι

κατρατσ'λώ
  • Κατρακυλώ

κατρατσύλ' (του)
  • Ρόδα, γύρος, η στεφάνη που, παίζοντας, κυλούσαν τα παιδιά

κατρατσύλα (η)
  • Κατρακύλα, κατηφόρα

κατριφτέλ' (του)
  • Μικρός καθρέφτης

κατσ'κάδ' (του)

Ετυμολογία: αλβ.

  • Κατσίκι

κατσ'καδέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «κατσ'κάδ'»

κατσ'καδίσιους (ι)
  • Γιδίσιος, από κατσίκι

    • -Κατσ'καδίσιου γάλα
κατσ'καδόδρουμους (ι)
  • Κατσικόδρομος = πολύ δύσβατος δρόμος, κατάλληλος μόνο για να περνάνε τα κατσίκια

κατσ'καδότριχα (η)
  • Τρίχα από κατσίκι

κατσ'καδουκλέφκς (ι)
  • Κατσικοκλέφτης

κατσ'καδουκόπαδου (του)
  • Κοπάδι από κατσίκια

κατσ'κάς (ι)
  • Νέο αρσενικό κατσίκι

κατσαδόρα (η)
  • Σάκος θηραμάτων, το σακίδιο του κυνηγού

κατσαδόρους (ι)
  • Άτομο που συνοδεύει τον κυνηγό και κουβαλάει την κατσαδόρα

κατσιαρμάς Βλέπε:
κατσίζου

Ετυμολογία: κατσίζου < αρχ. κακίζω (= ψέγω, κατακρίνω)

  • Χολώνομαι, μανίζω, Χαλάω τις σχέσεις μου με κάποιον

    • -Κάτσσι = χολώθηκε
κατσιργκίζου Βλέπε:
κατσιρμάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Κάτι που ξέφυγε, ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη

    • -Έγινε κατσιρμάς= π.χ. έμεινε έγκυος κατά λάθος

    • -Τούτου του μουρό είνι κατσιρμάς
  2. Κρυφή, παράνομη πράξη

Επίσης:
κατσιρντίζου

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Μου ξεφεύγει κάτι μέσα απ' τα χέρια μου, αφήνω κατά λάθος

    • -Άι, του κατσίρντσις του πιάτου! = σου ξέφυγε!

    • -Κατσίρντσα = ξέφυγα
Επίσης:
κατσκώνου
  • Καρφώνω

κατσμένους (ι)
  • Ο δυσαρεστημένος, ο μαλωμένος, χολωμένος

κατσόν' (του)
  • Κυρτό σίδερο που καθάριζε τις λάσπες που κολλούσαν στο υνί του αλετριού, κατά το όργωμα (ήταν τοποθετημένο στην άλλη άκρη του τζεντριού).

κατσούλα (η)

Ετυμολογία: λατιν.

  • Κουκούλα του κεφαλιού

κατσπόδα (η)
  • Κακόμοιρη

    • -Ε κη κατσπόδα δ'λειές πόπαθι! (που έπαθε)
κατσπόδκου (του)
  • Κακόμοιρο

κατσπουδιά (η)

Ετυμολογία: κακοποδιά ή ασυμποδιά ή κατσιποδιά

  • Κακή πράξη, μικροαταξία

κατσπουδιάρ'ς (ι)
  1. Ο ζαβολιάρης

  2. Συνηθέστερη σημασία: ο καημένος, ο κακότυχος, ο κακόμοιρος

    • -Τάχασι ούλα ι κατσπουδιάρ'ς!
κατσπουδιάρκου (του)
  • υποκορ.της λ. «κατσπουδιάρ'ς»

κατωγόπορτα (η)
  • Πόρτα κατωγιού

κατώφλιου (του)

Ετυμολογία: μσν. κατώφλιον < αρχ. φλιά (= παραστάδα της πόρτας)

  • Ξύλινο ή πέτρινο δοκάρι που συνδέει τις δύο κάθετες πλευρές της πόρτας και βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το πάτωμα

καύκα (η)
  • Κούπα, φλιτζάνα

καυκαλιά (η)

Ετυμολογία: καύκαλο (= το κρανίο, το όστρακο της χελώνας και των οστρακόδερμων) < μτγν. καύκαλον > καυκαλιά

  • Χτύπημα στο κεφάλι

καυκαλιάζου
  • Χτυπώ κάποιον στο κεφάλι

καυκαλίθρις

Ετυμολογία: αρχ. καυκαλίς

  • Είδος φαγώσιμου χόρτου με πολλά λεπτά φύλλα που φύεται σε πετρώδες έδαφος

καύκαλου (του)
  • Το επάνω μέρος του κεφαλιού, κρανίο, καβούκι χελώνας

    • -Του καύκαλου σ' τα φταίγ' (τα φταίει)
καυκάρα (η)
  • Άνυδρος τόπος

καυτιρός (ι)
  • Ζεστός, καυτός

    • -Καυτιρές πιπιριές
καυτσιά (η)
  • Η καυχησιολογία

    • -Βρη τουν έρμου καυτσιά!
καυτσιάρ'ς (ι)
  • Αυτός που καυχιέται, ο καυχησιάρης

καυτσιέμι
  • Καυχιέμαι

    • -Ι Γιώργ'ς ούλου καυτσιέτι για τα χουράφια τ'
καφαλτί (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Πρόγευμα, κολατσιό εργατών

καφασουτό (του)
  • Το ξύλινο δικτυωτό πλέγμα που λειτουργούσε ως παραβάν και απομόνωνε τις γυναίκες στους γυναικωνίτες των εκκλησιών από τα βλέμματα των ανδρών.

καφιδέλ' (του)
  • υποκορ.της λ. «καφές»

καφιδί (του)
  • μτφ. το χαρτονόμισμα των 1000 δραχμών

καφιδόμπρικου (του)

Ετυμολογία: τουρκ. ibrik = μπρίκι

  1. Το μπρίκι του καφέ

  2. μτφ. ο λάτρης του καφέ