Τσουγκρίζω γενικά. Ειδικά:
Συναντώ τυχαία κάποιον
Κατσικόδρομος = πολύ δύσβατος δρόμος, κατάλληλος μόνο για να περνάνε τα κατσίκια
Ετυμολογία: κατσίζου < αρχ. κακίζω (= ψέγω, κατακρίνω)
shareΧολώνομαι, μανίζω, Χαλάω τις σχέσεις μου με κάποιον
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΚάτι που ξέφυγε, ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη
Κρυφή, παράνομη πράξη
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΜου ξεφεύγει κάτι μέσα απ' τα χέρια μου, αφήνω κατά λάθος
Κυρτό σίδερο που καθάριζε τις λάσπες που κολλούσαν στο υνί του αλετριού, κατά το όργωμα (ήταν τοποθετημένο στην άλλη άκρη του τζεντριού).
Ο ζαβολιάρης
Συνηθέστερη σημασία: ο καημένος, ο κακότυχος, ο κακόμοιρος
Ετυμολογία: μσν. κατώφλιον < αρχ. φλιά (= παραστάδα της πόρτας)
shareΞύλινο ή πέτρινο δοκάρι που συνδέει τις δύο κάθετες πλευρές της πόρτας και βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το πάτωμα
Ετυμολογία: καύκαλο (= το κρανίο, το όστρακο της χελώνας και των οστρακόδερμων) < μτγν. καύκαλον > καυκαλιά
shareΧτύπημα στο κεφάλι
Ετυμολογία: αρχ. καυκαλίς
shareΕίδος φαγώσιμου χόρτου με πολλά λεπτά φύλλα που φύεται σε πετρώδες έδαφος
Το επάνω μέρος του κεφαλιού, κρανίο, καβούκι χελώνας
Το ξύλινο δικτυωτό πλέγμα που λειτουργούσε ως παραβάν και απομόνωνε τις γυναίκες στους γυναικωνίτες των εκκλησιών από τα βλέμματα των ανδρών.
Ετυμολογία: τουρκ. ibrik = μπρίκι
shareΤο μπρίκι του καφέ
μτφ. ο λάτρης του καφέ