Βρέθηκε το λήμμα
καυκαλιά (η)

Ετυμολογία: καύκαλο (= το κρανίο, το όστρακο της χελώνας και των οστρακόδερμων) < μτγν. καύκαλον > καυκαλιά

  • Χτύπημα στο κεφάλι