Βρέθηκε το λήμμα
κατσιρντίζου

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Μου ξεφεύγει κάτι μέσα απ' τα χέρια μου, αφήνω κατά λάθος

    • -Άι, του κατσίρντσις του πιάτου! = σου ξέφυγε!

    • -Κατσίρντσα = ξέφυγα
Σχετικές λέξεις
κατσιργκίζου