Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: αρχ. καυκαλίς
Είδος φαγώσιμου χόρτου με πολλά λεπτά φύλλα που φύεται σε πετρώδες έδαφος