Βρέθηκε το λήμμα
καυκαλίθρις

Ετυμολογία: αρχ. καυκαλίς

  • Είδος φαγώσιμου χόρτου με πολλά λεπτά φύλλα που φύεται σε πετρώδες έδαφος