Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: κατσίζου < αρχ. κακίζω (= ψέγω, κατακρίνω)
Χολώνομαι, μανίζω, Χαλάω τις σχέσεις μου με κάποιον