Βρέθηκε το λήμμα
κατσίζου

Ετυμολογία: κατσίζου < αρχ. κακίζω (= ψέγω, κατακρίνω)

  • Χολώνομαι, μανίζω, Χαλάω τις σχέσεις μου με κάποιον

    • -Κάτσσι = χολώθηκε