Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Κυρτό σίδερο που καθάριζε τις λάσπες που κολλούσαν στο υνί του αλετριού, κατά το όργωμα (ήταν τοποθετημένο στην άλλη άκρη του τζεντριού).