Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. ibrik = μπρίκι
Το μπρίκι του καφέ
μτφ. ο λάτρης του καφέ