Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ.
Κάτι που ξέφυγε, ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη
Κρυφή, παράνομη πράξη