Βρέθηκε το λήμμα
κατώφλιου (του)

Ετυμολογία: μσν. κατώφλιον < αρχ. φλιά (= παραστάδα της πόρτας)

  • Ξύλινο ή πέτρινο δοκάρι που συνδέει τις δύο κάθετες πλευρές της πόρτας και βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το πάτωμα