Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. κατώφλιον < αρχ. φλιά (= παραστάδα της πόρτας)
Ξύλινο ή πέτρινο δοκάρι που συνδέει τις δύο κάθετες πλευρές της πόρτας και βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το πάτωμα