Βρέθηκε το λήμμα
κατσιρμάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Κάτι που ξέφυγε, ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη

    • -Έγινε κατσιρμάς= π.χ. έμεινε έγκυος κατά λάθος

    • -Τούτου του μουρό είνι κατσιρμάς
  2. Κρυφή, παράνομη πράξη

Σχετικές λέξεις
κατσιαρμάς