Βρέθηκε το λήμμα
κατρακώνου
  1. Τσουγκρίζω γενικά. Ειδικά:

    • - Κατρακώσαμι τα τσιφάλια μας = χτύπησαν τα κεφάλια μας μεταξύ τους

    • - Κατρακώσαμι τ' αυγά μας σκ' Ανάστασ' = τσουγκρίσαμε τα αυγά μας
  2. Συναντώ τυχαία κάποιον

    • -Τουν κατράκουσα σκη Φόν'σσα!
Σχετικές λέξεις
κατνακάρου