Βρέθηκε το λήμμα
κατσπουδιάρ'ς (ι)
  1. Ο ζαβολιάρης

  2. Συνηθέστερη σημασία: ο καημένος, ο κακότυχος, ο κακόμοιρος

    • -Τάχασι ούλα ι κατσπουδιάρ'ς!