καλιουκάρφ' (του)
  • Καρφί

καλκάν' (του)
  • Το κατάξερο χωράφι

καλντίζου

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Λυποθυμώ από ζέστη, σκάω, κουράζομαι πολύ

    • -Κάλντσι πλιά = κουράστηκε πια

    • -Κάλντσι ι γάιδαρους!
καλουγιρ'κό (του)
  • Κτήμα που ανήκει σε μοναστήρι, μεγάλο κτήμα στην τοποθεσία «Χαλάντρα»

καλουγρίδια (τα)
  • Μικρά εξανθήματα (σπυριά) που έβγαζαν στο κεφάλι τα νεογέννητα.

καλούμα (η)

Ετυμολογία: ιταλ.

  • Το νήμα - ο σπάγκος του χαρταετού

καλουπ'τζής (ι)
  • Αυτός που δουλεύει στο καλούπωμα

καλουπάκους (ι)
  • Καλόβολος, καλός

καλουπόξ'λου (του)
  • Ξύλο για καλούπωμα

καλούρ (του)
  • Αμειψισπορά (δηλαδή η παραμονή του χωραφιού για ένα χρόνο χωρίς καλλιέργεια ή η εναλλαγή καλλιέργειας προκειμένου να βελτιωθεί το χώμα και να αυξηθεί η παραγωγή τον επόμενο χρόνο)

καλουτσιέρ' (του)
  • Το καλοκαίρι

καλπιά (η)

Ετυμολογία: τουρκ. kalp και kalb = κίβδηλος

  • Απατεωνιά, ανειλικρίνεια

καλπουκάνταρου (του)

Ετυμολογία: τουρκ. το β' συνθετικό

  1. Χαλασμένο, απατηλό καντάρι, ζυγαριά

  2. μτφ. Άνθρωπος που ξεγελά, που παραπλανεί

καλτσιέβγου
  • Ιππεύω, καβαλικεύω

    • - Του μ'λαρ ήντου φουρτουμένου καλά. Γω καταμισί καλίτσιβγα
καμ'ζόλα (η)

Ετυμολογία: γαλλ.

  • Γυναικείο πουκάμισο, είδος μεσοφοριού, εσώρουχο μακρύ

Επίσης:
καμ'ζόρα (η) Βλέπε:
καμ'λάφτς (του)

Ετυμολογία: μσν. καμηλλαύκιον < λατιν. camellaucium

  • Καμηλαύκι (το καπέλο των ορθόδοξων κληρικών), το καλυμμαύκι

κάμα (του)
  • Ζέστη, καύσωνας

καμαρούδα (η)
  • Το μικρό δωμάτιο

καματσιάζου
  • Καμακώνω

καμέτ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. από το ıkamet(?) = εγκατάσταση

  • Πληρωμή

καμινιά (η)
  • Αριθμός κεραμιδιών που ψήνονταν στο καμίνι σε μια «φουρνιά»

καμιντζήδες
  • Ιδιοκτήτες ή εργάτες καμινιών

κάμνου
  • Κλώθω με αδράχτι

καμός (ι)
  • Ο καημός

    • -Καμός τα χάλια μας! (έκφραση παράπονου και πόνου)
καμπ'σιανοί (οι)
  • Οι κάτοικοι του κάμπου

καμπάδκου πράμα

Ετυμολογία: τουρκ. kaba

  • Χοντροκαμωμένο, χοντροκομμένο

καμπάκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kabak

  • Κολοκύθι

καμπανάρ' (του)
  • Μικρό και όψιμο σταφύλι (κρέμεται σαν καμπανίτσα). Ωριμάζει στο τέλος του καλοκαιριού ή και ποτέ.

Επίσης:
καμπαρντίζου

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Κοκορεύομαι, επιδεικνύω ότι έχω δύναμη, φέρομαι υπεροπτικά

    • -Ντα τσι καμπαρντίζ' έιτουτους;
καμπατζές (ι)
  1. Ανώτερος από κάποιον άλλο, πιο έξυπνος, πιο ικανός, καπάτσος

  2. Κλουβί που λειτουργεί ως παγίδα

καμπατζίδ'σα (η)
  • Η κοπέλα που δεν έχει ακόμα παντρευτεί

καμπέρ'ς

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Δούλος

καμπούλ'

Ετυμολογία: τουρκ. kabul = ομολογία, συγκατάθεση

  • Φρ.: Του κάνου καμπούλ' = το αποδέχομαι, το αποσιωπώ, το πνίγω, το σκεπάζω, το χωνεύω

    • -Μας έφιρι τουν ανιπρόκουπου πα στου τσιφάλ' μας τσι μεις του κάναμι καμπούλ'
καμτζόρα (η)
  • Εσώρουχο (ανδρική φανέλα)

καμτσί (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kamçı = μαστίγιο

  • Το μαστίγιο με το οποίο χτυπούν τα ζώα για να προχωρήσουν

Επίσης:
καμτσιά (η)
  • Ράπισμα με «καμτσί» (βλ. λ.)

καμτσίκ' (του) Βλέπε:
καμώσ'τσι
  • Καμώθηκε, προσποιήθηκε

κάνα
  • Περίπου

    • -Θέλου κάνα δυό, όχ' πουλλά.
κανάκ' Βλέπε:
κανάτ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kanat = φτερό, πτερύγιο, πτέρυγα λατιν.

  1. Παραθυρόφυλλο ή φύλλο ντουλαπιού

  2. Μικρή κανάτα

Επίσης:
κανατσιέβγου

Ετυμολογία: μσν. κανακεύω < κανάκι

  • Χαϊδολογώ, περιποιούμαι

κάνου
  • Κάνω, προσποιούμαι κ.τ.λ.

    • -Κάνου σπικ'κό = Παντρεύομαι, κάνω οικογένεια (πρέπ' να ποίσ' σπικ'κό τσι φαμίλια πλιά)

    • -Κάνου πως ε βλέπου!= προσποιούμαι πως δεν βλέπω

    • -Τάκανι σα τ' αυκιά τ'= τα χάλασε, τα έκανε θάλασσα.

    • -Τάκανι ούλα απάνου τ'ς= της τα έδωσε όλα ως προίκα

    • -Τάκανι απάνου τ'= φοβήθηκε πολύ ή χέστηκε
κανουν'σμένα
  • Τακτοποιημένα, ρυθμισμένα

    • -Ούλα είνι όμουρφα κανουν'σμένα!
κανταριά (η)

Ετυμολογία: ιταλ. cantaro ή τουρκ. kandar < ελλ . κεντηνάριον = το καντάρι

  • Οι 44 οκάδες του κανταριού (μια κανταριά = 44 οκάδες = 57 κιλά περίπου)

κανταρόσ'κα (τα)
  • Β διαλογής σύκα (Η σειρά των σύκων κατά ποιότητα είναι: Διαλεχτά ή Μπιγιάν' = Α κατηγορίας, Κανταρόσ'κα = Β κατηγορίας και Απόσ'κα = τελευταίας κατηγορίας)

κανταρτζής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. kantarci

  • Αυτός που κατασκευάζει καντάρια

καντέμ (του)
  1. Συνήθεια

  2. Γούρι

    • -Έκανις του καντέμ!

    • -Καντέμ τόχουμι!
καντζίκ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Πρόσωπο αφερέγγυο, πονηρό, που προσπαθεί να σε ξεγελάσει