Ετυμολογία: τουρκ.
shareΛυποθυμώ από ζέστη, σκάω, κουράζομαι πολύ
Αμειψισπορά (δηλαδή η παραμονή του χωραφιού για ένα χρόνο χωρίς καλλιέργεια ή η εναλλαγή καλλιέργειας προκειμένου να βελτιωθεί το χώμα και να αυξηθεί η παραγωγή τον επόμενο χρόνο)
Ετυμολογία: τουρκ. το β' συνθετικό
shareΧαλασμένο, απατηλό καντάρι, ζυγαριά
μτφ. Άνθρωπος που ξεγελά, που παραπλανεί
Ετυμολογία: μσν. καμηλλαύκιον < λατιν. camellaucium
shareΚαμηλαύκι (το καπέλο των ορθόδοξων κληρικών), το καλυμμαύκι
Μικρό και όψιμο σταφύλι (κρέμεται σαν καμπανίτσα). Ωριμάζει στο τέλος του καλοκαιριού ή και ποτέ.
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΚοκορεύομαι, επιδεικνύω ότι έχω δύναμη, φέρομαι υπεροπτικά
Ανώτερος από κάποιον άλλο, πιο έξυπνος, πιο ικανός, καπάτσος
Κλουβί που λειτουργεί ως παγίδα
Ετυμολογία: τουρκ. kabul = ομολογία, συγκατάθεση
shareΦρ.: Του κάνου καμπούλ' = το αποδέχομαι, το αποσιωπώ, το πνίγω, το σκεπάζω, το χωνεύω
Κάνω, προσποιούμαι κ.τ.λ.
Ετυμολογία: ιταλ. cantaro ή τουρκ. kandar < ελλ . κεντηνάριον = το καντάρι
shareΟι 44 οκάδες του κανταριού (μια κανταριά = 44 οκάδες = 57 κιλά περίπου)
Β διαλογής σύκα (Η σειρά των σύκων κατά ποιότητα είναι: Διαλεχτά ή Μπιγιάν' = Α κατηγορίας, Κανταρόσ'κα = Β κατηγορίας και Απόσ'κα = τελευταίας κατηγορίας)