Βρέθηκε το λήμμα
καμτσί (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kamçı = μαστίγιο

  • Το μαστίγιο με το οποίο χτυπούν τα ζώα για να προχωρήσουν

Σχετικές λέξεις
καμτσίκ' (του)