Καίω
Ετυμολογία: τουρκ. kaymakam = τίτλος ανώτερου υπαλλήλου, βαθμός στρατιωτικού στην Τουρκία
shareΔιοικητής
Τμήμα χειροποίητου μεντεσέ για πορτοπαράθυρα (πιστιβάν' είναι το πάνω τμήμα και καϊναμάς το κάτω τμήμα)
Κάτι
Το ζευγάρισμα
Η δίπλα σε ύφασμα
Γελώ δυνατά και μάλλον ανόητα
Βάσκανο μάτι
Ετυμολογία: κακό + χρόνο + να + έχεις
shareΚατάρα: σ' όλη σου τη ζωή να βρίσκεις αναποδιές
Πεταλώνω.
μτφ. πουλώ ακριβά τα προϊόντα μου, ξεγελώ (θεωρώντας πως ο άλλος υστερεί σε νοημοσύνη)
Ετυμολογία: καλάθι + κώλος
shareΟ πάτος του καλαθιού
Σκωπτικός λόγος
Η κνήμη
Το καλάμι 3) Το ψάρεμα που γίνεται με καλάμι
Φρ.: Φουσκώνου απ' του καλάμ'
Αρωματικό αυτοφυές πολυετές φυτό με το οποίο οι ιερείς ραίνουν τις εκκλησίες το πρωί του Μ. Σαββάτου.
Ετυμολογία: γαλλ. calembour (από το όνομα του Γερμανού γελωτοποιού Calemberg) = λογοπαίγνιο, κομψή αστειότητα, αλλά δεν βρήκα πώς προέκυψε το … χοντρό κόσκινο
shareΧοντρό κόσκινο
Στερεώνω-ακινητοποιώ μέλος του σώματος που έχει υποστεί κάταγμα (πρακτική που ακολουθούσε η Βαγιούδα -πρακτική ορθοπεδικός του χωριό)