καϊβιδέλ' (του)
  • υποκορ.της λ. «καϊβές»

καίγου
  • Καίω

    • Φρ.: Μ' ανέκαψι = για φαγητό που είναι καφτερό (πολύ πικάντικο) και προκαλεί πολλή δίψα
καϊκέλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kayık = βαρκούλα

  • υποκορ.της λ. «καΐκι»

καϊκτσής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. kayıkçı

  • Ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης καϊκιού

καϊμακάμ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. kaymakam = τίτλος ανώτερου υπαλλήλου, βαθμός στρατιωτικού στην Τουρκία

  • Διοικητής

καϊναμάς (ι)
  • Τμήμα χειροποίητου μεντεσέ για πορτοπαράθυρα (πιστιβάν' είναι το πάνω τμήμα και καϊναμάς το κάτω τμήμα)

καϊναμίς
  • Χαϊδεμένη.

κάινασι (του)
  • Αυτοφυές ζιζάνιο (σαν καλάμι) που ξεπατώνεται πολύ δύσκολα

κάιντα (η)
  • Γκάιντα

καϊντίζου
  • Παραπατώ, γλυστρώ

    • -Κάιντσι = παραπάτησε
κάκ' (του)
  1. Κάτι

    • -Κάκ' ψουμάρις να!
  2. Το ζευγάρισμα

    • -Τρία κάκια = τρία ζευγαρίσματα, τρεις φορές
  3. Η δίπλα σε ύφασμα

    • -Γύρστου δυο κάκια
κακανίζου
  • Γελώ δυνατά και μάλλον ανόητα

    • - Τσι κακάν'ζι πλιά η Θουδώρα,

    • τσι γιατρός μας - καλή τ' ώρα.
κάκανου (του)
  • Το δυνατό γέλιο, ο καγχασμός

κακαρόνα
  1. Μεγάλη φλόγα, φωτιά

  2. Κόπρανα ζώων.

κακί (του)
  • Το γατί

    • Φρ.: Ακής πακείς, πουρπακείς, πακείς του κακί σ' = για ό,τι λάθος κάνεις είσαι ο μόνος υπεύθυνος.
Επίσης:
κακίνα (η)

Ετυμολογία: κατίνα < κάτω + ινίον

  • Η πλάτη του ανθρώπινου σώματος

κακνάρ (του)
  • Αυτή που δεν κρατά μυστικό

    • -Είνι φκή ένα κακνάρ! Ούλα τα κακναρίζ'
κακναρίζου
  1. Μιλώ φωναχτά σαν το κρώξιμο του γάλου.

  2. μτφ. δεν κρατώ μυστικό

    • -Ούλα τα κακναρίζ'
κακνί (του)
  1. Η μικρή γαλοπούλα.

  2. μτφ. ο αδύνατος

κάκνους (ι)
  • Ο γάλος, η γαλοπούλα, ο διάνος

κακό μάκ' (του)
  • Βάσκανο μάτι

    • -κακό μάκ' να μη σας δει! (ευχή σε άτομα που διατηρούν φιλικούς δεσμούς και γενικά όταν οι σχέσεις είναι στενές και τα αισθήματα αμοιβαία).
κακόκυχ' (η)
  • Κακότυχη

κακουγιρασμένους (ι)
  • Άνθρωπος που έχει γεράσει πρόωρα, ο τυραννισμένος

κακουμούτσ'νους (ι)
  • Αυτός που έχει άσχημο πρόσωπο, άσχημη όψη

κακουπαίρνου
  • Παρεξηγώ κάτι που λέγεται και θυμώνω γι' αυτό

κακουρίζ'κους (ι)
  • Αυτός που έχει κακό ριζικό, ο άτυχος

κακουφουρμίζου
  • (για πληγές κ.τ.λ.) παθαίνω ή προκαλώ φλεγμονή (βλ. και λ. «αναφουρμίζου»)

κακόχιους (ι)
  • Κακόμοιρος

κακοχρουνουνάχ'ς

Ετυμολογία: κακό + χρόνο + να + έχεις

  • Κατάρα: σ' όλη σου τη ζωή να βρίσκεις αναποδιές

καλ'βουκάρφου (του)
  • Το καρφί πεταλώματος

καλ'βουμένους (ι)
  • Πεταλωμένος ή αυτός που φορά καλιβωτά παπούτσια

Επίσης:
καλ'βώνου
  1. Πεταλώνω.

  2. μτφ. πουλώ ακριβά τα προϊόντα μου, ξεγελώ (θεωρώντας πως ο άλλος υστερεί σε νοημοσύνη)

καλ'κατζαρέλια (τα)
  • Μικροί καλικάντζαροι

καλ'κάτζαρους (ι)
  • Ο καλικάντζαρος

καλ'μπιρίζου
  • Δεν βλέπω καλά και από τα δύο μάτια

καλάδα (η)
  • Ο τρόπος με τον οποίο ψαρεύει το αλιευτικό σκάφος.

καλαθόκουλους (ι)

Ετυμολογία: καλάθι + κώλος

  1. Ο πάτος του καλαθιού

  2. Σκωπτικός λόγος

    • -Ε τα έρμα. Άμα ε μ'λίξ' ε μπουρεί, ι καλαθόκουλους!
καλαϊτζής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. kalaycı

  • Ο γανωτής

καλάμ' (του)
  1. Η κνήμη

    • -Μ'δώτσι μια πα στου καλάμ' τσι μι πέθανι στου πόνου!
  2. Το καλάμι 3) Το ψάρεμα που γίνεται με καλάμι

    • - Α μπάγου στου ψάριμα μι του καλάμ'
  3. Φρ.: Φουσκώνου απ' του καλάμ'

    • -Για δε τίλια γίντσι, ένα τόγ' (= μια χοντρέλα), θαρρείς τσι κ' έχ'ς φουσκουμέν' απ' του καλάμ'! (για να γδάρουν τα πρόβατα βάζανε ένα καλάμι από κάποιο πόδι και φουσκώνανε το δέρμα του)
καλαμάρ' (του)
  • Μελανοδοχείο

καλαμίθρα (η)
  • Αρωματικό αυτοφυές πολυετές φυτό με το οποίο οι ιερείς ραίνουν τις εκκλησίες το πρωί του Μ. Σαββάτου.

καλαμίτσα (η)
  • Το ψάρεμα που γίνεται με καλάμι

καλαμόχειρα (τα)
  • Χέρια λεπτά σαν καλάμια

καλαμπουκόψουμου (του)
  • Το ψωμί από αλεύρι καλαμποκιού

καλαμπούρ' (του)

Ετυμολογία: γαλλ. calembour (από το όνομα του Γερμανού γελωτοποιού Calemberg) = λογοπαίγνιο, κομψή αστειότητα, αλλά δεν βρήκα πώς προέκυψε το … χοντρό κόσκινο

  • Χοντρό κόσκινο

καλαμπουχώραφου (του)
  • Το χωράφι όπου σπέρνεται το καλαμπόκι

καλαμώνου
  • Στερεώνω-ακινητοποιώ μέλος του σώματος που έχει υποστεί κάταγμα (πρακτική που ακολουθούσε η Βαγιούδα -πρακτική ορθοπεδικός του χωριό)

καλιβουμένους (ι) Βλέπε:
καλιδουψάλ'δου (του)
  • Εργαλείο σιδηρουργού.

καλιμπιρίζου
  • Ανοιγοκλείνω τα μάτια, νυστάζω