Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. καμηλλαύκιον < λατιν. camellaucium
Καμηλαύκι (το καπέλο των ορθόδοξων κληρικών), το καλυμμαύκι