Βρέθηκε το λήμμα
καμ'λάφτς (του)

Ετυμολογία: μσν. καμηλλαύκιον < λατιν. camellaucium

  • Καμηλαύκι (το καπέλο των ορθόδοξων κληρικών), το καλυμμαύκι