Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. το β' συνθετικό
Χαλασμένο, απατηλό καντάρι, ζυγαριά
μτφ. Άνθρωπος που ξεγελά, που παραπλανεί