Βρέθηκε το λήμμα
καλπουκάνταρου (του)

Ετυμολογία: τουρκ. το β' συνθετικό

  1. Χαλασμένο, απατηλό καντάρι, ζυγαριά

  2. μτφ. Άνθρωπος που ξεγελά, που παραπλανεί