Βρέθηκε το λήμμα
καλντίζου

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Λυποθυμώ από ζέστη, σκάω, κουράζομαι πολύ

    • -Κάλντσι πλιά = κουράστηκε πια

    • -Κάλντσι ι γάιδαρους!