Βρέθηκε το λήμμα
καμπαρντίζου

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Κοκορεύομαι, επιδεικνύω ότι έχω δύναμη, φέρομαι υπεροπτικά

    • -Ντα τσι καμπαρντίζ' έιτουτους;