Βρέθηκε το λήμμα
καμ'ζόλα (η)

Ετυμολογία: γαλλ.

  • Γυναικείο πουκάμισο, είδος μεσοφοριού, εσώρουχο μακρύ

Σχετικές λέξεις
καμ'ζόρα (η)