Βρέθηκε το λήμμα
κανάτ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. kanat = φτερό, πτερύγιο, πτέρυγα λατιν.

  1. Παραθυρόφυλλο ή φύλλο ντουλαπιού

  2. Μικρή κανάτα

Σχετικές λέξεις
κανάκ'