Βρέθηκε το λήμμα
καμπούλ'

Ετυμολογία: τουρκ. kabul = ομολογία, συγκατάθεση

  • Φρ.: Του κάνου καμπούλ' = το αποδέχομαι, το αποσιωπώ, το πνίγω, το σκεπάζω, το χωνεύω

    • -Μας έφιρι τουν ανιπρόκουπου πα στου τσιφάλ' μας τσι μεις του κάναμι καμπούλ'